- κοπανίζω
- κοπανίζω και κοπανώ και κοπανάω κοπάνισα, κοπανίστηκα, κοπανισμένος1. χτυπώ με τον κόπανο: Κοπανίζει τα ρούχα στην πλύση.2. τρίβω, στουμπάω: Κοπανίζει καρύδια στο γουδί.3. δέρνω άσχημα: Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε κοπανίσω.4. φρ., «Όλο τα ίδια κοπανάει», λέει διαρκώς τα ίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.